κόρτε

κόρτε
το
(λ. ιταλ.), φλερτ, ερωτοτροπία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κόρτε — (I) το 1. ερωτοτροπία, φλερτ 2. φρ. «κάνω κόρτε» α) ερωτοτροπώ, φλερτάρω β) βλέπω κάτι με πόθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. corte «βασιλική αυλή» στην έκφραση fare la corte «συμπεριφέρομαι με αβροφροσύνη, φλερτάρω»]. (II) κόρτε, ἡ (Μ) η Αυλή, το σύνολο… …   Dictionary of Greek

  • Κόρτε, Γιόσε ντε- — (Josses de Corte, Φλάνδρα 1627 – Βενετία 1679). Φλαμανδός γλύπτης. Εργάστηκε κυρίως στη Βενετία, όπου διακόσμησε διάφορους ναούς και κυρίως τον ναό του Σωτήρα. Επίσης, έχει φιλοτεχνήσει γλυπτά σε εκκλησίες της Πάντοβα και του Ροβίγκο. Θεωρείται ο …   Dictionary of Greek

  • κορτάρω — και κορτετζάρω κάνω κόρτε, ερωτοτροπώ, φλερτάρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άρω, χαρακτηριστική τών ρ. ξεν. προελεύσεως (< ιταλ. κατάλ. απαρεμφάτου are), πρβλ. κοντρολ άρω, φουμ άρω] …   Dictionary of Greek

  • κορτάκιας — ο (χλευαστικά) αυτός που τού αρέσει να ερωτοτροπεί, να φλερτάρει με διάφορες γυναίκες, ερωτύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρτε (Ι) + κατάλ. άκιας, μειωτικής σημ. (πρβλ. γυαλ άκιας, εξυπν άκιας)] …   Dictionary of Greek

  • κορτάρισμα — και κορτετζάρισμα, το [κορτάρω] το κόρτε, η ερωτοτροπία, το φλερτ …   Dictionary of Greek

  • φλέρτ — το, Ν ερωτοτροπία, κόρτε. [ΕΤΥΜΟΛ. < flirt, λ. άγνωστης προέλευσης] …   Dictionary of Greek

  • Κορσική — (γαλλ. Corse, ιταλ. Corsica). Νησί (8.680 τ. χλμ., 260.196 κάτ. το 1999) της νότιας Ευρώπης, το τέταρτο μεγαλύτερο νησί της Μεσογείου. Διοικητικά αποτελεί διαμέρισμα της Γαλλίας, που διαιρείται σε δύο νομούς, την Άνω Κ. (Haute Corse, με… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπραντόρ — (Labrador). Χερσόνησος (1.620.000 τ. χλμ., περ. 20.000 κάτ.) στο βορειοανατολικό τμήμα του Καναδά, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας του Κεμπέκ και της Νέας Γης. Εκτείνεται ανάμεσα στον Ατλαντικό ωκεανό, στον πορθμό Χάντσον και… …   Dictionary of Greek

  • κορτάρω — κάνω κόρτε, φλερτάρω, ερωτοτροπώ: Κορτάρει τις μικρές κοπέλες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φλερτ — το άκλ. (λ. αγγλ.), χαριτολόγηση, ερωτοτροπία, κόρτε: Πριν παντρευτεί είχε πολλά φλερτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”